- καρπιμωτέρας
- καρπιμωτέρᾱς , κάρπιμοςfruit-bearingfem acc comp plκαρπιμωτέρᾱς , κάρπιμοςfruit-bearingfem gen comp sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.